ὀψιμαθῶς

ὀψιμαθῶς
ὀψιμαθής
late in learning
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οψιμαθής — ές (Α ὀψιμαθής, ές) αυτός που διδάχθηκε και έμαθε κάτι σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα («τῶν γερόντων τοῑς ὀψιμαθέσι», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που εφαρμόζει με άσχημο τρόπο τα όσα έμαθε 2. (με υποτιμητική σημ.) αυτός που επιδιώκει να μάθει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”